ἔγκριτοι

ἔγκριτοι
ἔγκριτος
admitted
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έγκριτος — η, ο (AM ἔγκριτος, ον) μσν. νεοελλ. 1. (για πρόσ.) διαπρεπής, εξαίρετος («έγκριτος δικηγόρος») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. οι έγκριτοι όσοι ξεχωρίζουν ή διακρίνονται («οι έγκριτοι τού χωριού») αρχ. αυτός που γίνεται δεκτός ή παραδεκτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”